- τροβαδούρος
- (traubadour). Ποιητής του Μεσαίωνα, που συνέθετε τα ποιήματά του στη λεγόμενη γλώσσα του οκ (oc) ή προβηγκιανή γλώσσα της νότιας Γαλλίας. Ο αντίστοιχος όρος στη γλώσσα του όιλ (οïl) που ήταν η γλώσσα της βόρειας Γαλλίας, ήταν: trouvère. Με τους όρους αυτούς (troubadour, trouvère), οι οποίοι στα ελληνικά αποδίδονται με την κοινή λέξη τ., εννοούνται επίσης και οι τραγουδιστές και οι οργανοπαίκτες (που ήταν συχνά οι ίδιοι οι ποιητές), οι οποίοι επιβλήθηκαν μεταξύ του 11ου και του 14ου αι. στο μονωδιακό λαϊκό τραγούδι.
Οι τ. περιέτρεχαν τη νότια Γαλλία, όπου επισκέπτονταν τους πύργους των ευγενών, για να τραγουδήσουν τα ποιήματά τους: κομψά ερωτικά τραγούδια, περιστασιακά σατιρικά ποιήματα, όπως τα συνήθιζαν στην Προβηγκία, λυρικά τραγούδια, μπαλάντες, ποιμενικά κ.ά. Από τους πλέον ονομαστούς τ. ήταν ο Γουλιέλμος Θ’ δούκας της Ακουιτανίας (1071-1127), που θεωρείται ο πρώτος τ., ο πρίγκιπας του Μπλε, Ζοφρέ Ριντέλ, ο Αρνό Ντανιέλ, ο Ρεμπό ντε Βακεράς, ο οποίος, καθώς και άλλοι, έδρασε και στην Ιταλία όπου τον προσκάλεσαν και τον προστάτεψαν ισχυροί ευγενείς. Έτσι επηρέασαν την ιταλική λογοτεχνική παράδοση ενώ, εξάλλου, η Ιταλία ανέδειξε δικούς της τ., που έγραψαν στη γλώσσα του οκ. Αξιόλογοι τ. αναφέρονται, ο Τιμπό ντε Σαμπάνι και ο Σατελέν ντε Κουσί.
Η ποίηση των τροβαδούρων, που αποτελεί την πιο ενδιαφέρουσα λογοτεχνία στη γλώσσα «οκ», εμπνέεται από τους αυλικούς έρωτες. Εδώ, εικονογραφημένη σελίδα από μια ανθολογία ποιημάτων του είδους (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
* * *και τρουβαδούρος, ο, Ν1. πλανόδιος λυρικός ποιητής και τραγουδιστής τού μεσαίωνα στη Γαλλία, Ισπανία και βόρεια Ιταλία2. (γενικά) τραγουδιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. troubadour < αρχ. προβηγκιακό trobador < trobar «συνθέτω, μελοποιώ», πιθ. < λατ. tropus «τρόπος», μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *tropare «συνθέτω»].
Dictionary of Greek. 2013.